λευκόιο

λευκόιο
(Leukojum). Γένος μονοκοτυλήδονων φυτών, της οικογένειας των αμαρυλλίδων. Το λ. είναι βολβόριζη πόα με χιτωνοφόρο βολβό, ύψους 10-20 εκ., παράριζα, στενά και γραμμοειδή φύλλα και λεπτό στέλεχος με λευκά άνθη, τα οποία έχουν έξι ωοειδή, ισομεγέθη πέταλα, με μία πράσινη ή κίτρινη κηλίδα το καθένα στην κορυφή. Φύεται στις όχθες ρυακιών και στα δάση. Ανθίζει στο τέλος του χειμώνα, όταν λειώνουν τα χιόνια. Στην Ελλάδα φύονται τα είδη Leukojum autumnalis (φθινοπωρινό), με μικρά λευκά άνθη, κοκκινωπά στην κορυφή, Leukojum aestivum (θερινό), με άνθη λευκά, πρασινωπά στην κορυφή, και Leukojum vernum (εαρινό). Το λευκόιο (Leucojum vernum) είναι βολβόριζη πόα, που ανθίζει νωρίς την άνοιξη, όταν λειώνουν τα χιόνια, και ξεχωρίζει για τα ωραία άνθη του.
* * *
το (Α λευκόϊον)
γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια αμαρυλλιδίδες
αρχ.
το λευκό ίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο)-* + ἴον «μενεξές, βιολέτα»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • λευκοῖο — λευκόν white neut gen sg (epic) λευκός light masc/neut gen sg (epic) λευκόω whiten over pres opt mp 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λεύκοιο — Λεύ̱κοιο , Λεῦκος masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεύκοιο — λεῦκος a fish masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμαρυλλίδες — Οικογένεια μονοκότυλων φυτών που περιλαμβάνει 70 γένη και περίπου 1.000 είδη, κατά κανόνα ποώδη και βολβώδη, όμοια σε πολλά με τα φυτά της οικογένειας των λειριιδών. Στις α. ανήκουν ο νάρκισσος, του οποίου απαντώνται στην Ελλάδα –αυτοφυή κυρίως–… …   Dictionary of Greek

  • NYMPHAE — aquarum Dcae, quasi Lympharum numina, ut quidam volunt. Occani filias fuisse testatur Orpheus, Hymnô in honorem earundem consecratô: Νύμφαι θυγατέρες μεγαλήτορος Ὠκεανοῖο Ὑγροπόροις γαίης ὑπὸ κεύθεσιν οἰκἴ ἔχουσαι. Virg. eas fluviorum matres esse …   Hofmann J. Lexicon universale

  • τυρόεις — εσσα, εν, και συνηρ. τ. τυροῡς, οῡσα, οῡν, Α 1. γεμάτος τυρί ή όμοιος με τυρί («ἄρτον τυρόεντα», Αθήν.) 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ τυρόεις και τυροῡς τυρόπιτα («τυρόεντα μέγαν λευκοῑο γάλακτος», Θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τυρός + κατάλ. όεις*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”